Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κυλιέμαι στο

  • 1 κυλώ

    κυλάω 1.μετ.
    1) катать, катить; выкатывать; перекатывать; τον κύλησα χάμω он кубарем отлетел от меня; 2) валять; вывалять;

    2. αμετ., тж. κυλιέμαι, κυλιούμαι

    1) — кататься; — катиться; — выкатываться; — перекатываться;

    2) валяться; вываляться;

    κυλιέμαι στο χιόνι — валяться в снегу;

    3) прям., перен. скатываться;
    4) течь, катиться;

    τό ποτάμι κυλάει — река течёт;

    5) течь, протекать (о времени);

    οι μέρες κυλανε — дни текут, дни проходят;

    6) перен. повадиться; пристраститься (к чему-л. плохому);

    κυλιέμαι στα χαρτοπαίγνια — пристраститься к картам

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κυλώ

  • 2 βόρβορος

    ο
    1) грязь (тж. перен.); ил; тина;

    κυλιέμαι στο βόρβορο — валяться в грязи;

    ζώ ( — или κυλιέμαι) στον βόρβορο — погрязнуть в разврате;

    2) прям., перен. болото, трясина;

    κυλίστηκε στον βόρβορο της ατιμίας — он погряз в трясине бесчестья

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βόρβορος

  • 3 βούρκος

    ο (πλ. οι βούρκοι и τα βούρκα)
    1) грязь, слякоть; 2) ил, тина; 3) топь; болото, трясина (тж. перен.);

    πέφτω ( — или κυλιέμαι) στο βούρκο — а) скатиться в болото; — б) погрязнуть в трясине разврата

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βούρκος

См. также в других словарях:

  • κυλιέμαι — κυλιέμαι, κυλίστηκα, κυλισμένος βλ. πίν. 173 Σημειώσεις: κυλιέμαι : στην παθητική φωνή το ρ. περιορίζεται κυρίως στη σημασία → μετακινούμαι πάνω στο έδαφος με περιστροφική ή παρόμοια κίνηση (π.χ. κυλιέται μέσα στη λάσπη). Εύχρηστη είναι η λόγια… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαμοκυλιέμαι — κυλιέμαι στο έδαφος: Τα παιδιά χαμοκυλιούνται και λερώνουν τα ρούχα τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμοκυλιέμαι — Ν κυλιέμαι στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι] ) + κυλιέμαι] …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κυλώ — άω, μέσ. κυλιέμαι και κυλιούμαι 1. κινώ κάτι ή κινούμαι περιστροφικά πάνω σε μιαν επιφάνεια ή μέσα σε κάτι (α. «χαμαί στη γης εξάπλωσε, στα αίματα κυλίστη», Ερωτόκρ. β. «τα παιδιά κυλιούνται στην άμμο») 2. κάνω κάτι να κατρακυλήσει, να κυλήσει… …   Dictionary of Greek

  • θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …   Dictionary of Greek

  • κυλίω — (AM κυλίω) κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαι πέφτω προς τα κάτω κυλώντας 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • συγκυλίω — Α 1. κυλίω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (κυρίως το μέσ.) συγκυλίομαι α) (σχετικά με χαμερπή απόλαυση) κυλιέμαι μαζί με κάποιον άλλο β) (για αετό) κινούμαι προς τα κάτω με ορμή («συγκυλισθεὶς ἐπὶ τὴν γῆν τὰς τρεφομένας περιστεράς... ἐθήρευεν», Διοδ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»